- υπερρεαλιστής
- ο сюрреалист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερρεαλιστής — ο, θηλ. ίστρια, Ν οπαδός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. surrealiste (βλ. λ. σουρρεαλιστής) με απόδοση τού α συνθετικού sur (< λατ. super «υπέρ, υπεράνω») με το υπερ *] … Dictionary of Greek
υπερρεαλιστής — ο οπαδός του υπερρεαλισμού (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερρεαλιστικός — ή, ό, Ν [υπερρεαλιστής] χαρακτηριστικός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστικός … Dictionary of Greek
Εμπειρίκος, Ανδρέας — (Βραΐλα Ρουμανίας 1901 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Ήταν γιος του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου (βλ. λ. Εμπειρίκος. Όνομα οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο). Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να… … Dictionary of Greek